- πλινθυφης
- πλινθυφήςπλινθ-ῠφής2сделанный из кирпичей, кирпичный
(δόμοι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δόμοι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλινθυφής — ές, Α χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, πλινθόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + υφής (< ὕφος< ὑφαίνω), πρβλ. λινο υφής] … Dictionary of Greek
πλινθυφεῖς — πλινθυφής brick built masc/fem acc pl πλινθυφής brick built masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)